Άρθρο της Αδαμαντίας – Ανδρονίκης Σπαθάτου, από το ηλεκτρονικό περιοδικό Αντίβαρο
Όλοι γνωρίζουμε πού είναι και ποια είναι τα Επτάνησα… . Όλοι πρέπει να γνωρίζουμε, επίσης, ότι μιλώντας για τα Επτάνησα εννοούμε όλη την ακριτική, δυτική γεωγραφική περιφέρεια του Ελληνικού κράτους που, εκτός από τα μεγάλα επτά νησιά (Κέρκυρα-Παξούς-Λευκάδα-Ιθάκη-Κεφαλονιά-Ζάκυνθο και Κύθηρα), περιλαμβάνει 21 ακόμα μικρά και μεγαλύτερα νησάκια-βραχονησίδες, οι οποίες στη συνθήκη της Ένωσης αναφέρονται ως «παραρτήματα». Θα ονομάσω τα 14 με σειρά από βορά προς νότο, επισημαίνοντας ότι κάποια απ’ αυτά έγιναν τόποι εξορίας Επτανησίων πατριωτών. Είναι οι Οθωνοί, η Ερείκουσα, το Μαθράκι, οι Αντίπαξοι, το Μεγανήσι ή Τάφος, ο Κάλαμος, η Καστάς, το Αρκούδι, η Άτοκος, οι Στροφάδες, η Σαπιέντζα, η Πρώτη, η Σχίζα και τ’ Αντικύθηρα
Η θέση τους στο σημείο που συναντήθηκαν οι παγκόσμιες ροπές και οι ανταγωνισμοί των ισχυρών από την πτώση του Βυζαντίου και μετά, προκάλεσε μεγάλες ταραχές στην πορεία και την τύχη τους. Σας αναφέρω δύο κείμενα Αθηναϊκών εφημερίδων σε μετάφραση από Αγγλικές κατά τις παραμονές της Ένωσης (1862), για να καταλάβετε την ανησυχία των Μ. Δυνάμεων στο παιγνίδι της επιρροής: Για παράδειγμα η «Παλιγγενεσία» έγραφε: «Η στρατηγική ωφέλεια των Επτανήσων είναι αμφίβολη και δαπανηρή. Εμείς τα κρατάμε για να μην πέσουν στα χέρια άλλης αντίπαλης δύναμης». Και η εφημερίδα «Εθνοφύλαξ»: «Οι Επτανήσιοι είναι μύλου πέτρα γύρω από τον τράχηλό μας. Προς θεού λοιπόν, να τους στείλουμε στον κόρακα. Το μόνο που πρέπει να ζητήσουμε είναι να μην περιέλθουν στα νύχια της Γαλλίας ή της Ρωσίας».
Τέτοιον προβληματισμό και πονοκέφαλο προκαλούσαν στις Μ. Δυνάμεις της εποχής τα Ιόνια νησιά, τα οποία προς το τέλος του 12ου αιώνα παύουν να αποτελούν τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποσπώνται σταδιακά και παραχωρούνται ή καταλαμβάνονται από δυτικούς οίκους Ενετών, Φράγκων και Βρετανών για 700 περίπου χρόνια (1185-1864), με ενδιάμεσες ολίγων χρόνων κατοχές από την Τουρκία. Λεπτομέρεια ενδεικτική: Από την αναχώρηση των Ενετών το 1797 και στη συνέχεια με τους Γάλλους (1797-1800), με Ρώσους και Τούρκους ύστερα (1800-1807), ξανά Γάλλους (1807-1814) και τελευταίους τους Βρετανούς (1814-1864), επτά (7) διαφορετικές σημαίες κυμάτισαν στα κάστρα των Επτανήσων.
Από την αρχή, αλλά και μετά το 1500, όταν όλα τα Επτάνησα είχαν περιέλθει στην εξουσία των Ενετών, ο λαός στερήθηκε τα πάντα από τη διπλή δεσποτεία του ξένου δυνάστη και του ντόπιου γαιοκτήμονα. Να τους εκλατινίσουν ήθελαν με επίσημη γλώσσα στη διοίκηση την Ιταλική, με εφαρμογή ξένης Νομοθεσίας, με ξένα ήθη και έθιμα, με υποβιβασμό της Ορθοδοξίας και απαγόρευση του Θείου Λόγου από τον Άμβωνα, με σχολεία επίσημα μόνο μετά το 1580 από ένα σε κάθε πρωτεύουσα νησιού και διδασκαλία, σ’ αυτά, μόνο της Ιταλικής.
Γι’ αυτό η προσφορά της Εκκλησίας θεωρείται μεγάλη και ο ρόλος της σωτήριος. Ο κλήρος ανέλαβε τη διαιτησία στα προβλήματα του λαού, τη διαδικασία δηλαδή απονομής δικαιοσύνης στο οικογενειακό, το ιδιωτικό και το ποινικό Δίκαιο. Οι ιερείς γίνονταν οι συμβιβαστές στις διαφορές τους, οι συμβολαιογράφοι τους και αυτοί που αναλάμβαναν να εκπαιδεύσουν τα νέα παιδιά, για να τους διαδεχθούν ως κληρικοί ή αναγνώστες κλπ. Αν κάποιοι, λοιπόν, ευαίσθητοι και ακριβολόγοι και λεπτομερείς γνώστες της Επτανησιακής ιστορίας θεωρήσουν αυτήν την αναγκαστικά ιδιωτική εκπαίδευση «κρυφό σχολειό» των Επτανήσων, θα έχουν άδικο; Θα τους πούμε μυθοπλάστες;
Άρα, κάτω απ’ αυτές της συνθήκες της μακρόχρονης ξενικής δουλείας και στα Ιόνια, ήταν αξιοθαύμαστη η συνειδησιακή σταθερότητα στο Ελληνικό εθνικό φρόνημα, το οποίο έμεινε άτρωτο και αλώβητο αφομοιώνοντας παράλληλα, όσα στοιχεία ήταν συγγενή προς τη δική του εθνική αυτοτέλεια, προς την ελληνορθόδοξη παράδοσή του και την ελευθερία της ψυχής του η οποία, τελικά, εκφράστηκε μέσα από το Ριζοσπαστικό κίνημα και οδήγησε ως το ποθητό αποτέλεσμα της ένωσης με τον εθνικό κορμό, δηλαδή με το Ελληνικό Βασίλειο.
Αξίζει εδώ η επισήμανση του ξεκινήματος της πολιτικής σταδιοδρομίας του Κερκυραίου Ιωάννη Καποδίστρια, που έγινε και η αρχή της σχέσης του με τη Ρωσία. Μόλις 24χρονος γιατρός από την Πάδουα είχε επιστρέψει στην Κέρκυρα το 1800 και έγινε αμέσως Υπουργός Εξωτερικών της λεγομένης «ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ», δηλαδή του νεοσύστατου κράτος των Επτανήσων, το οποίο είχαν καταλάβει από τους Γάλλους οι Ρωσότουρκοι και το οποίο θα ήταν αυτόνομο με υποτέλεια στο Σουλτάνο. Όταν οι Γάλλοι ξαναπήραν τα νησιά το1807, ο Καποδίστριας δεν συνεργάστηκε μαζί τους. Προτίμησε να μείνει φίλος με τους Ρώσους, πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον Τσάρο και στάλθηκε ως εκπρόσωπός του στο Παρίσι το 1815, όπου θα καθοριζόταν εκ νέου από τις πέντε Μ. Δυνάμεις ( Αγγλία-Γαλλία-Αυστρία-Πρωσία-Ρωσία) η τύχη των νησιών, των οποίων τώρα την κατάκτηση είχε ολοκληρώσει η Μ. Βρετανία, ξεκινώντας από τη Ζάκυνθο το 1809. Αυτός πέτυχε την τελική λύση του σχηματισμού μιας Δημοκρατίας πάλι, με τίτλο «ΗΝΩΜΕΝΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΙ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΝΗΣΩΝ», κάτω από την «Προστασία» των Βρετανών.
Ωστόσο στη συνθήκη του 1815 δεν καθοριζόταν με σαφήνεια ούτε το καθεστώς ούτε το Σύνταγμα που θα επικρατούσε στα νησιά. Το αποτέλεσμα ήταν να τα διοικούν οι Βρετανοί ως αποικία τους με πλήρη αυθαιρεσία, έλλειψη ελευθεροτυπίας, φόρους πιεστικούς, οργιαστική τοκογλυφία, φυλακίσεις και εξορίες. Ήταν παροιμιώδης η φράση «τρεις και τέσσερα», που σήμαινε την κράτηση τριών ημερών και το πρόστιμο τεσσάρων ταλάντων για το παραμικρό… Όσο για το δεσποτικό Σύνταγμα του αρμοστή Θωμά Μαίτλαντ (1817), αρκούν οι δηλώσεις του Υφυπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας Λαυάρδου, αμέσως μετά την ένωση: «Οφείλαμε, όταν αναλάβαμε το 1815, να διοικήσουμε φιλελεύθερα και συνταγματικά. Όμως δεν το κάναμε, γιατί έτυχε αμέσως μετά το τέλος των πολέμων που επικρατούσαν στην Ευρώπη. Το πνεύμα της εποχής δεν ήταν καθόλου ευνοικό για φιλελεύθερους θεσμούς, (εφημερίδα Αθηνά 28-3-1864)».
Έστω και με αυτές τις συνθήκες, πάντως, τα Επτάνησα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος και για τους Έλληνες της κυρίως Ελλάδας αποτελούσαν ένα ορόσημο φωτεινό, για να τους θυμίζει την εθνική τους υπόσταση ( γράφει ο Άγγλος Douglas Dakin στο έργο του η Ενοποίηση της Ελλάδας). Εμείς προσθέτουμε και για να τους στέλνει ελπιδοφόρο μήνυμα ξεσηκωμού, επειδή την εθνική τους συγγένεια και υπόσταση τη ζούσαν μέσα τους, το ομόθρησκο και το όμαιμο το ένιωθαν και το απέδειξαν εκατέρωθεν, οι μεν Ελλαδίτες βρίσκοντας καταφύγιο στις Ιόνιες ακτές, οι δε Ιόνιοι αγκαλιάζοντας την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ταξιδεύοντας προς το Μωριά και τη Ρούμελη για να πολεμήσουν με τ’ αδέλφια τους, αν και γνώριζαν ότι οι αποικιοκράτες θα δημεύσουν τις περιουσίες τους και θα τους καταδικάσουν σε «αειφυγία». Όταν δημιουργήθηκε Ελληνικό Βασίλειο με τον Όθωνα (1832), οι Επτανήσιοι προσηλώθηκαν ανατολικά πια, προς την ελεύθερη Ελλάδα, με την οποία το παραδοσιακό δέσιμο της ταυτότητας παρέμενε ακλόνιτο!
Τότε ξεκίνησε η ιδεολογία του ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΥ, που έγινε το πρώτο «Κόμμα Αρχών» στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους, με ηγέτη το Ζερβό-Ιακωβάτο και πρωτοπόρο, στον αντιπροστασιακό αγώνα, το Γεράσιμο Λειβαδά, ο οποίος έγινε αρχηγός των αγροτών το 1830 και άρχισε κρυφά να ενσπείρει τη Μ. Ιδέα της Εθνικής ολοκλήρωσης.
Παράλληλα επομένως με τα υπάρχοντα κόμματα των κυβερνώντων Προστασιανών ή Καταχθονίων και των Μεταρρυθμιστών, μεγάλο ρεύμα νησιωτών συσπειρώνεται στο Ριζοσπαστικό κόμμα το οποίο, βέβαια, ζυμώθηκε στο ξεκίνημά του από τις ευρωπαϊκές δημοκρατικές ιδέες (Γαλλική Επανάσταση-αρχή Εθνοτήτων κλπ.), αλλά στην πορεία του αποκτά τις καταβολές της Ελληνορθόδοξης παράδοσης με τον κατώτερο κλήρο ενσωματωμένο στον αγώνα και γίνεται Κίνημα Ελληνικό, που επιδιώκει να καλύψει τα αυτονόητα: Εθνική αποκατάσταση και Κοινωνική δικαιοσύνη! Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα από τη μια και βελτίωση των συνθηκών της καθημερινότητας από την άλλη.
Είναι ξεχωριστής σημασίας και δυναμικής τα κινήματα που έγιναν στη Σκάλα της Κεφαλλονιάς τον Αύγουστο του 1848 το ένα και το Σεπτέμβρη (γιορτή του Σταυρού) το άλλο. Όπως ήταν επόμενο ο μετριοπαθής αρμοστής Σήτον πρόσφερε ελευθεροτυπία και σχετική ελευθεροψηφία για δύο χρόνια (1849-51), κατά τα οποία πήραν λίγο θάρρος οι νησιώτες και στην Θ΄ Βουλή των Αντιπροσώπων του Ιονίου Κράτους, την πρώτη μη βουβή Βουλή (26 Νοεμβρίου 1850), πρότειναν το πρώτο σχετικό με την Ένωση ψήφισμα. Ούτε να το διαβάσουν πρόλαβαν, γιατί ο αρμοστής έκλεισε πάλι τη Βουλή για εξάμηνο, αλλά το ψήφισμα αυτό (κόσμημα στην ιστορία του Ελληνικού Κοινοβουλευτισμού το χαρακτηρίζουν οι ιστορικοί), δόθηκε στη δημοσιότητα και είχε μεγάλη απήχηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη κατά της «Βρετανικής Προστασίας».
Το ίδιο εντυπωσιακά ήταν τα νέα από τις εφημερίδες εκείνα τα δύο χρόνια. Ο Μαυρογιάννης ο Γερ. δημοσιογράφος και ιστορικός ύστερα, εμπνεύστηκε τον «‘Ύμνο των Ριζοσπαστών» και γράφοντας στο «ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ» της Κεφαλονιάς έδωσε το στίγμα του κινήματος: «Ας σπάσουμε σύρριζα το σάπιο και ξερό δένδρο της Πολιτείας και να κόψουμε τις δηλητηριώδεις ρίζες του με τον πέλεκυ της ελευθεροτυπίας, για να φυτέψουμε δένδρον αυτόχθον, ελληνικόν». Από την ίδια εφημερίδα μάθαμε τη φρικτή καθημερινότητά τους και τη νοοτροπία των αποικιοκρατών: «Οι Προστάτες σφίγγουν περισσότερο τις αλυσίδες. Δεσμεύουν τα υπάρχοντα, μαστιγώνουν ιερείς και πολίτες, συμμαχούν με κατά φαντασίαν αριστοκράτες, μεταχειρίζονται κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον για να καταδιώξουν και να σβήσουν το εθνικό μας φρόνημα». Και ο ανώνυμος νησιώτης, επίσης, απευθυνόμενος στον κατακτητή ερωτά: «Και επιστέψατε ότι ελησμονήσαμε την αρχαίαν ελληνικήν καταγωγή μας, τη θρησκεία, τη γλώσσα, τα ήθη, το χαρακτήρα και τα αίματα που πρόσφατα χύθηκαν για να σηκωθεί το έθνος μας; Και δεν βλέπομε τους Άγγλους που, ενώ γεννιούνται στο έδαφός μας ή τρέφονται από τους ιδρώτες μας, θέλουν μολοντούτο να λέγονται και να είναι Άγγλοι; Εμείς τους τιμάμε γι’ αυτό και τους σεβόμαστε, γιατί ο εθνισμός στον κόσμο τούτο δεν έχει αντάλλαγμα».
Όμως οι Επτανήσιοι απαγορευόταν να είναι και να λέγονται Έλληνες και, όπως σήμερα μας εμπαίζουν οι Αμερικανοί, αφού κάνουμε διάλογο για το Μακεδονικό με τον κ. Νίμιτς που χαρακτήρισε σφαγέα το Μέγα Αλέξανδρο, έτσι και τότε μας εμπαίζανε οι Βρετανοί αφού, στέλνοντας 8-10 χρόνια μετά τον Υπουργό τους των Αποικιών, Γκλάδστονα, για να προτείνει μεταρρυθμίσεις, έκαναν μάθημα «περί εθνικότητας» στους Κεφαλλονίτες:
«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑΣ είναι ιερή και σεβαστή, τους είπε. Όμως υπόκειται σε περιορισμούς από τον ίδιο τον Πλάστη για το καλό του πλάσματός του. Αν έλλειπαν αυτοί οι περιορισμοί θα ανατρεπόταν ο κόσμος. Τι θα γινόταν η Γαλλική, η Αυστριακή, η Αγγλική, η Ρωσική Αυτοκρατορία στην οποία μιλούνται 100 διαφορετικές γλώσσες, αν εφαρμοζόταν η αρχή των εθνικοτήτων»; Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα ο «Προστάτης», φιλλέληνα τον είπαν άλλοι, ομολόγησε ξεκάθαρα ο άνθρωπος ότι περιορισμούς δικαιούνται να επιβάλουν μόνο οι ισχυροί επί των μικρών.
Μετά τον αρμοστή Σήτωνα ακολούθησαν διωγμοί και εξορία πολλών ριζοσπαστών, πρώτα των ηγετών Ηλία Ζερβού-Ιακωβάτου και Ιωσήφ Μομφερράτου ενώ, παράλληλα, η εξουσία προσπάθησε να περιορίσει τη δύναμη του Ριζοσπαστικού κόμματος με ανελεύθερες εκλογές κλπ.
Αναφέρουμε για παράδειγμα τις εκλογές του Ιανουαρίου 1852 για την ανάδειξη της 10ης Βουλής μέσα σε κλίμα βίας και τρομοκρατίας με τη λεγομένη «Δεκακαλπία».
Οι Προστασιανοί (η καμαρίλα ή περούκες ή κοτσίδια), το σύστημα δηλαδή που κυβερνούσε από την Κέρκυρα, διέταξε να τοποθετηθούν οι δέκα κάλπες των υποψηφίων του Ριζοσπαστικού κόμματος χωριστά από τις άλλες δέκα των κυβερνητικών, ώστε να φαίνονται πού ρίχνουν την ψήφο τους οι πολίτες. Αποτέλεσμα ήταν η επικράτηση της κυβερνητικής παράταξης με μικρή πλειοψηφία, γιατί η «Προστασία» δεν βρήκε παντού προθύμους υποστηρικτές. Ο έπαρχος Ζακύνθου Νικόλαος Λούντζης, αν και έλαβε την ίδια εντολή εξαναγκασμού, προέτρεψε όλους να ψηφίσουν κατά συνείδηση, γεγονός που είχε πολύ μεγάλη σημασία για την περαιτέρω πορεία του Ριζοσπαστισμού. Με τις ελεύθερες εκλογές στη Ζάκυνθο ψήφισαν άνετα οι περισσότεροι. Γι’ αυτό, μόνον εκεί εκλέχτηκαν και οι πέντε (5) ριζοσπάστες της 10ης Βουλής των Ιονίων.
Αυτομάτως το κέντρο δύναμης, δράσης αλλά και διαμόρφωσης ιδεολογίας μεταφέρεται από την Κεφαλονιά στη Ζάκυνθο, γιατί οι ηγέτες Κεφαλονίτες έμεναν εξόριστοι ως το 1857. Αντιθέτως στη Ζάκυνθο ο Ριζοσπαστισμός ενδυναμώνεται και με αρχηγό το γερμανοσπουδαγμένο γιατρό και «κόντε» Κωνσταντίνο Λομβάρδο κρατά τα πρωτεία Στις επόμενες εκλογές πάλι 1857-1861), επειδή οι Κεφαλονίτες ριζοσπάστες απείχαν, πρωτεύουν οι Ζακυνθινοί και πληθύνονται μετά από μια εντυπωσιακή αγόρευση του Λομβάρδου μέσα στο Κοινοβούλιο (20-6-1857). Η «Προστασία» είχε αφήσει να διαρρεύσει ένα πανούργο σχέδιο, ότι θα επιστραφούν τα νησιά πλήν της Κέρκυρας και των Παξών, ένα είδος διχοτόμησης δηλαδή της Επτανήσου, γεγονός που απέτρεψε με τη ρητορική του δεινότητα ο Λομβάρδος και, έτσι, ομόφωνα η ΙΑ΄ Βουλή ψήφισε ότι: «Γενική επιθυμία των Επτανησίων είναι η παύση της Προστασίας και η ένωση με την ελεύθερη Ελλάδα». Εκείνη η ομιλία ήταν θρίαμβος του Λομβάρδο, ανάλογος μ’ εκείνον του ψηφίσματος του 1850 που δεν διαβάστηκε καν…
Την επομένη άνοιξη (1858), καθώς οι εξόριστοι ηγέτες έχουν επαναπατριστεί, αρχίζει η ρήξη ανάμεσα στις ηγετικές μορφές του Ριζοσπαστισμού, με τον Λομβάρδο κα τα στελέχη του να αποκλίνουν και να νοθεύουν την αρχική ιδεολογία.
Ο Ριζοσπαστισμός, ως κίνημα, δεν είχε για τον άρχοντα Λομβάρδο δημοκρατικό χαρακτήρα, δεν ήταν ζυμωμένος με το λαικό φρόνημα, δεν είχε σχέση καμία με τον κομμουνισμό ή το σοσιαλισμό παρά μόνο με το στόχο της Εθνικής ολοκλήρωσης και νόμιζε ότι, πολιτικά, θα απέβαινε επιζήμιος. Αυτός επιθυμούσε την ένωση ακόμα και με παρακλήσεις προς τη βασίλισσα Βικτωρία της Μ. Βρετανίας, ενώ ο Μομφερράτος, «…δεν ήθελε καν να δεχτεί σαν ελεημοσύνη αυτό που απαιτούσε ως δικαίωμα», όπως γράφει ο βιογράφος του Παν. Πανάς, ο επαναστατικότερος όλων.
Οι παλαιοί ή αυθεντικοί ριζοσπάστες ήλπιζαν πως με την Ένωση θα καταργηθεί η ως τότε κοινωνική ιεραρχία και η μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία. Ότι θα γίνει αναδασμός της γης, ώστε να ανασυστήσουν μια ευνομούμενη και δίκαιη κοινωνία, αυτήν που ακόμα οραματιζόμαστε, φίλοι μου!
Τότε ήταν που ήρθε ο Γκλάδστονας 1858-59 και για λίγο χρόνο οι ιδεολογικές διαμάχες των ριζοσπαστών κόπασαν. Ο Βρετανός υπουργός νόμισε πως θα διόρθωνε την κατάσταση προτείνοντας μεταρρύθμιση του συντάγματος Μαίτλαντ. Αλλά η συνεργασία των δύο κυβερνητικών κομμάτων κατά του Ριζοσπαστισμού απαιτούσε θυσία κάποιων προνομίων τους, όπως να μειωθεί η αποζημίωση μόνο για την περίοδο που η Βουλή ήταν ανοικτή. Οι βουλευτές όμως δεν δέχονταν να χάσουν προνόμια, να μειωθούν τα οικονομικά τους κλπ. Καταψηφίστηκαν οι προτάσεις του και ο Γκλάστονας αντικαταστάθηκε.
Οπότε οι «Προστάτες» αναζήτησαν άλλους τρόπους για να συνεχίσουν την κηδεμονία… Ο βασιλιάς των Ελλήνων Όθωνας δεν φαινόταν να συγκατατίθεται στις πολιτικές γραμμές τους.. Είχε ενστερνισθεί τη Μ. Ιδέα πιστεύοντας ότι, καθώς ήταν ο μοναδικός χριστιανός βασιλιάς στην Εγγύς Ανατολή, είχε να εκπληρώσει την ιερή αποστολή του εκχριστιανισμού της. Δεν ενδιαφερόταν τόσο να ενώσει με την Ελλάδα τα Επτάνησα. Του τα πρότειναν κάποτε οι Βρετανοί. Δεν τους εμπιστευόταν. Προτιμούσε να ενσωματώσει στο βασίλειό του αλύτρωτους Έλληνες που ζούσαν υπό τουρκικό ζυγό στην Ήπειρο, Θεσσαλία κλπ. Αλλά οι θέσεις του ήταν αντίθετες με τη επιθυμία Γαλλίας και Βρετανίας, γιατί η ακεραιότητα της Τουρκίας έπρεπε να φυλαχτεί ως φραγμός στην κάθοδο της Ρωσίας.
Δεν υποχώρησε ο βασιλιάς Όθωνας. Έκανε κάποιες αντάρτικες επιχειρήσεις σε Θεσσαλία και Ήπειρο στα πλαίσια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-56) εξοργίζοντας τους Γάλλους και Βρετανούς, που κατέλαβαν τον Πειραιά, προσεταιρίστηκαν αντιβασιλικούς κύκλους της Αθήνας υποχρεώνοντάς τον να κρατήσει ουδετερότητα περί τα Εθνικά, γεγονός που προκάλεσε την αμφισβήτησή του. Ο λαός άκουγε και θαύμαζε το γείτονα Ιταλό στρατηγό Γαριβάλδη και το βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ που ένωσε την Ιταλία, ένιωθε πικρία για την έλλειψη διαδόχου από τον Όθωνα, για την κακοδιοίκηση στο εσωτερικό της χώρας μας, για τον αυταρχισμό του Οθωνικού καθεστώτος και, καθώς όλα αυτά σχολιάζονταν από νέους και άφθαρτους πολιτικούς, δημιουργούσαν αντιδράσεις και οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην έξωση του Όθωνα.
Οι Μ. Δυνάμεις εν τω μεταξύ έψαχναν και για τον αντικαταστάτη του Όθωνα και οι μεταξύ τους διαφωνίες τον κράτησαν στην εξουσία ως τον Οκτώβρη του 1862, αφού αρνήθηκαν 15 πρίγκιπες το στέμμα, ανάμεσά τους και ο Αλφρέδος, γιος της Βικτωρίας.
Ο Αμερικανός φιλέλληνας Εδουάρδος Έβερετ έγραφε εκείνη την εποχή στον Χ. Τρικούπη για το θέμα του πολιτεύματος: «Πολίτευμα δημοκρατικό με αρχές συντηρητικές θα ήταν άριστο για την Ελλάδα. Γιατί να δανείζεσθε ηγεμόνα από την αλλοδαπή»; Αποδειχτήκαμε ανίκανοι τότε, έστω και για ένα βασιλιά Έλληνα όπως έκαναν οι Σέρβοι και άλλοι Βαλκάνιοι, γι’ αυτό και τελικά μας θρόνιασαν το Δανό πρίγκιπα Χριστιανό Γουλιέλμο. με το όνομα Γεώργιος ο Α΄. Απαραίτητος όρος στα «δούναι και λαβείν» η προσφορά των Επτανήσων με την Κέρκυρα, βέβαια, αφού οι Βρετανοί είχαν πια εξασφαλίσει τη Μάλτα ως βάση τους στη Μεσόγειο και ένα βασιλιά της επιλογής τους.
Οι ηγέτες παλαιοί ριζοσπάστες, όμως , είχαν καταλάβει τι παιζόταν…
Ο Ζερβός Ιακωβάτος μάλιστα, πρόεδρος της 12ης Επτανησιακής Βουλής (Μάρτη του 1862), κατάλαβε τις ραδιουργίες κατά του Όθωνα, είχε αντιληφθεί ότι στην ουσία η ανεξάρτητη Ελλάδα θα ενωνόταν με το προτεκτοράτο της Επτανήσου και ολόκληρη η Ελλάδα θα υπαγόταν στο άρμα της Αγγλικής πολιτικής με την έδρα επιρροής μεταφερμένη από την Κέρκυρα στην Αθήνα. Γι’ αυτό πρότεινε ν’ αναστείλουν το εθνικό ζήτημα, μη εγκρίνοντας την έξωση του Όθωνα, ώστε ν’ ανοίξει ο δρόμος για το Γεώργιο. Ακόμα και ο αντιβασιλικός Μομφερράτος συντάχθηκε μαζί του κατά της έξωσης. Όμως πολλοί άλλοι παρασύρθηκαν από το Λομβάρδο, ψήφισαν την αποπομπή του Όθωνα προκειμένου να κερδίσουν την ένωση και, έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την εκλογή νέου βασιλιά. Από τη διαφοροποίηση αυτή ονομάστηκαν οι μεν παλαιοί ριζοσπάστες ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ, οι δε νέοι με τον Λομβάρδο αρχηγό ΕΝΩΤΙΚΟΙ.
Το καλοκαίρι του 1863 ο Δανός πρίγκιπας αναγορεύτηκε βασιλιάς των Ελλήνων, τον έκαναν και ενήλικα με νόμο για ν’ αποφύγουν αντιβασιλεία, όπως είχε γίνει με τον Όθωνα και αποφασίστηκε να υπογραφεί η συνθήκη όσο γινόταν γρηγορότερα». Πραγματικά οι εκπρόσωποι των πέντε (5) Δυνάμεων, οι οποίες το 1815 στο Παρίσι είχαν συνυπογράψει την ανάληψη από τους Βρετανούς της «Προστασίας» των νησιών, συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο και ετοίμασαν τη συνθήκη παραίτησης της Μ. Βρετανίας από την «Προστασία» της Επτανήσου για να τα παραχωρήσουν στο βασιλιά Γεώργιο τον Α΄. Πήραν αποφάσεις για μας χωρίς εμάς και μετά ζήτησαν οι Βρετανοί με επίσημο έγγραφό τους, ένα Έλληνα πληρεξούσιο, για να συνυπογράψει μόνο τη συνθήκη παράδοσης των Επτανήσων στο βασιλιά Γεώργιο, όπως αναφερόταν στο άρθρο 6 της συνθήκης των 5 δυνάμεων.
Καταλληλότερος για την περίσταση θεωρήθηκε ο γιος του Σπύρου Τρικούπη Χαρίλαος, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον πατέρα του στην Πρεσβεία του Λονδίνου. Ήταν 32 ετών τότε, πήρε οδηγίες από τον Υπουργό Εξωτερικών του Γεωργίου Α΄ τον Π. Δελιγιάννη και έφτασε στο Λονδίνο, όταν είχε υπογραφεί η συνθήκη των πέντε (14-Νοεμβρίου 1863), προκειμένου να συνυπογράψει μία άλλη παρόμοια μ’ εκείνη, αλλά με τις τρεις μόνο δυνάμεις, που είχαν υπογράψει το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Φεβρουάριο 1830) για την ίδρυση του Ελληνικού κράτους.
Αυτή τη συμπεριφορά των Μ. Δυνάμεων επέβαλε το «veto» της Αυστρίας επειδή, φίλοι μου, είχε θεωρήσει προσβλητική την έξωση του Όθωνα. Δεν ίσχυε για την Αυστρία η εκλογή του νέου βασιλιά, αφού αυτός δεν είχε παραιτηθεί. Άρα ούτε την κυριότητα του Γεωργίου πάνω στα Επτάνησα παραδεχόταν , ούτε την κυβέρνησή του αναγνώριζε, ούτε και τον απεσταλμένο του μπορούσε να αποδεχτεί ως συνομιλητή στο ίδιο τραπέζι για τις διαπραγματεύσεις.
Στην ίδια θέση, θυμάμαι, βρέθηκε η Κύπρος την 3-5-2005 και, αντί μαζί με την Ελλάδα να μη συνυπογράψει για το ξεκίνημα της Τουρκίας προς την Ευρώπη, αφού δεν είχε αναγνωρίσει, η Τουρκία την Κυπριακή Δημοκρατία, θυμάστε, υποχώρησαν και η Κύπρος και η Ελλάδα μας! Δεν ασκήσαμε τοVETO σε μια τόσο σημαντική στιγμή. Πώς να μη μας εκμεταλλεύονται οι πάντες με τέτοια υποχωρητικότητα; Γιατί τα Σκόπια να κάνουν έστω και βήμα πίσω;
Καθώς ο Χ. Τρικούπης, λοιπόν, ταξίδευε προς το Λονδίνο οι πέντε (5) ετοίμαζαν μια συνθήκη φρικτή, μη λειτουργική, της οποίας ο απόηχος άφηναν να φτάνει ως τα Επτάνησα. Φήμες διαδίδονταν επίσης για κατεδάφιση των φρουρίων της Κέρκυρας και για επιβολή ουδετερότητας στα νησιά και τη θάλασσά τους. Τρόπος για να επαληθευτούν οι ειδήσεις δεν υπήρχε. Δυστυχώς για τους Έλληνες Ιονίους και Ελλαδίτες τη Βουλή της Κέρκυρας την έκλειναν οι αρμοστές, όταν δεν συμφωνούσαν ή είχαν να πάρουν αποφάσεις ριζικές, όπως τώρα. Αλλά και η Ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο ήταν κλειστή από το Φεβρουάριο του 1863. Όταν στένευαν τα οικονομικά έκλεινε τις Πρεσβείες του το Ελληνικό κράτος. Εδώ αξίζει το σχόλιο «Πώς να κάνει, αλήθεια, Εξωτερική Πολιτική μια χώρα με Πρεσβείες ακορντεόν»; Είναι λόγια του Φρέντυ Γερμανού στο βιβλίο του «Γυναίκα από βελούδο», σχετικό με την αδελφή του Τρικούπη Σοφία.
Τελικά ένα σχέδιο Ανάν , όπως εκείνο του 2004 για την Κύπρο ήταν η συνθήκη των πέντε (11-11-1863). Απαιτούσαν οι Δυνάμεις::
1)Τη συνεχή ουδετερότητα των Ιονίων .
2)Τον περιορισμό της στρατιωτικής και ναυτικής δύναμης που θα μπορούσε να συγκεντρώσει σ’ αυτά η Ελλάδα, μόνο όση χρειαζόταν για την επιβολή της τάξης.
3)Την κατεδάφιση των φρουρίων που υπήρχαν στην Κέρκυρα και στις νησίδες Οθωνούς, Ερείκουσα και Μαθράκι.
4)Τη συνεχή και για αόριστο χρόνο ισχύ των πλεονεκτημάτων που απολάμβανε στα Ιόνια λιμάνια το ξένο εμπόριο κα η ξένη ναυτιλία, σύμφωνα με τις παλαιότερες συμβάσεις που είχαν συνυπογραφεί επί «Προστασίας».
Στην τελική συνθήκη 17/29 Μαρτίου 1864 ελάχιστα σημεία τροποποιήθηκαν ή βελτιώθηκαν, γι’ αυτό ο Τρικούπης πάλι στο ίδιο βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού φέρεται να λέει στην αδελφή του: «Τέσσερις μήνες για ένα φρούριο…». Στις τροποποιήσεις που πέτυχε ο Τρικούπης αναφέρουμε ότι:
Α)Κανένας περιορισμός δεν θα υπήρχε για τη στρατιωτική και ναυτική δύναμη, την οποία θα μπορούσε η Ελλάδα ν’ αναπτύξει στα νησιά.
Β)Εκτός από την Αυστριακή ναυτιλιακή εταιρεία Λόυδ, περιορίστηκαν σε 15 ακόμη χρόνια τα πλεονεκτήματα των ξένων στα Ιόνια λιμάνια. Νέες συμβάσεις μπορούσαν να κάνουν ύστερα οι ξένοι με την Ελληνική κυβέρνηση της Αθήνας πια…
Γ)Η ουδετερότητα των νησιών, που απασχόλησε για πάνω από δύο μήνες τους διπλωμάτες, περιορίστηκε μόνο στην Κέρκυρα και τους Παξούς. Για το θέμα της ουδετερότητας διαμαρτυρήθηκαν πολλοί βουλευτές της αντιπολίτευσης στην Εθνοσυνέλευση των Αθηνών. Κάποιον μάλιστα τον κατέβασαν από το βήμα για… «ακαιρολογίες κατά φίλης και ευεργέτιδας δύναμης» έγραψε η εφημερίδα «Αθηνά» 28-3-1864. Ο δε υπουργός μας των Εξωτερικών προσπάθησε να ελαφρύνει τα πράγματα ισχυριζόμενος ότι, όπως του εξήγησε ο ΥπΕΞ. της Γαλλίας, Δρουέν Δη Λουί, με τον τρόπο που εκτίθεται στο άρθρο η ουδετερότητα υποχρεώνει μόνο τις ξένες δυνάμεις και όχι την Ελληνική κυβέρνηση. Μάλιστα ο συντάκτης της «Αθηνάς» επισημαίνει ότι η εξήγηση αυτή δόθηκε μέσα στα έγγραφα της υπόθεσης με αριθμό 49 και στη σελίδα 54, αλλά στο τελικό επίσημο κείμενο δεν αναφέρεται διόλου αυτή η επεξήγηση. ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΡΗΓΟΡΟΥΜΕΘΑ ΜΕ ΕΤΤΡΑΦΑ ΑΝΕΠΙΣΗΜΑ ΠΟΥ ΔΙΑΡΡΕΟΥΝ.
Οι σοβαροί διαπραγματευτές Αυστριακοί ισχυρίστηκαν ότι δεν είναι αξιοπρεπές γι’ αυτούς ούτε ν’ αφαιρεθεί χωρίς την παρουσία τους ο όρος [ουδετερότητα] από τη δεύτερη συνθήκη των τριών, ούτε να φανεί πως μέσα σε ένα μήνα έδωσαν τέτοιο δείγμα αστάθειας αλλάζοντας τις αποφάσεις τους. Όλα αυτά ήταν προφάσεις, βέβαια, για να πετύχουν την συνεχή ισχύ της ήδη ληγμένης σύμβασης της ναυτιλιακής εταιρίας Λόυδ. Τα δικαιολόγησαν όμως όλα αυτά οι Αυστριακοί ως υποχώρηση και υπέγραψαν ξεχωριστό συμφωνητικό.
Δ) Τα φρούρια κατεδαφίστηκαν όπως ακριβώς ήθελαν Άγγλοι και Αυστριακοί, παρά τις παρακλήσεις της Ελληνικής πλευράς, η οποία με επιχειρηματολογία απέδειξε πως το μέτρο ήταν μάταιο και επιζήμιο και άδικο και απραγματοποίητο. Δεν τους άγγιξε καμία δικαιολογία. Πίστευαν ότι μια Κέρκυρα «γυμνή» δεν θα ήταν ελκυστική για κανένα. Φυσικά το έλεγε η μια από φόβο προς την άλλη, γιατί 60 χρόνια μετά και με μια μόνο έφοδο το 1923 έπεσε η Κέρκυρα στα χέρια του Μουσολίνι. Ο σεβασμός τον οποίον έδειξαν τάχα, ήταν να κατεδαφίζουν λίγο-λίγο, ώστε να ολοκληρωθεί το γκρέμισμα ως την ημέρα υπογραφής της τελικής συνθήκης, για να μην περιληφθεί η λέξη [κατεδάφιση] στο επίσημο κείμενο (πολιτικό κόστος για το βασιλιά)...
Πρέπει να σημειώσουμε επίσης καυτηριάζοντας την απληστία και αυστηρότητα και υποκρισία των Βρετανών, τις τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις στις οποίες υποχρέωσαν την Ελλάδα. Δεν έφτασαν τα υπέρογκα ανακτορικά επιδόματα, οι βασιλικές χορηγίες και οι ξένες οικονομικές συμβάσεις που συνεχίζονταν.
Μαζί με τη συνθήκη Ένωσης πιέστηκε να υπογράψει και ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ, σύμφωνα με την οποίαν το Ελληνικό ταμείο αναλάμβανε να καταβάλλει τις συντάξεις των Άγγλων υπηκόων, αλλά και να αποζημιώσει δια βίου, όσους υπηρετούσαν ως εκείνες τις ημέρες στην Πολιτεία των Ιονίων και, ίσως, έχαναν την εργασία τους με την εγκατάλειψη της «Προστασίας». Ο ίδιος ο ΥπΕξ της Μ Βρετανίας Ρώσσελ είπε για το θέμα αυτό στον Τρικούπη ότι «μπορεί να αμφιβάλλει για το δίκαιο των υπαλλήλων στους οποίους θα έδιναν τα χρήματα, αλλά όφειλε να μην αφήσει απροστάτευτους ανθρώπους που έχαναν τις θέσεις τους λόγω κατάργησης υπηρεσίας όχι πρόσκαιρης…».
Είναι εντυπωσιακή η πολιτική διπλωματία και το κοινωνικό πρόσωπο που προσπαθεί να επιδείξει η Βρετανία. Προκαλεί όμως και το ερώτημα: «Αν αυτά τα χρήματα έπρεπε να βγουν από δικό της ταμείο θα φερόταν έτσι»; Άλλο προβληματισμό γεμάτο ερωτηματικά σε όλη τη διάρκεια των περί τα οικονομικά διαπραγματεύσεων, (σχετική αναφορά στο βιβλίο μου, το οποίο ελπίζω να εκδοθεί κάποτε), αποτελεί το ότι στις παραπάνω απαιτήσεις δεν έκανε ο Έλληνας πληρεξούσιος καμία υπενθύμιση, δεν υπέβαλε καμία απαίτηση στις οφειλές των Βρετανών από το ξεπούλημα της Πάργας στους Τούρκους το 1819, η οποία Πάργα αποτελούσε τμήμα της Ιόνιας Πολιτείας από τα Ενετικά χρόνια. Ούτε καθόλου υποστήριξε ότι τα φρούρια κτίστηκαν και συντηρούνταν κυρίως από τους Επτανησίους και όχι από τους Άγγλους. Ούτε ανέφερε ποτέ κατά τις συζητήσεις ότι οι Βρετανοί κατέβασαν από όλα τα φρούρια και των άλλων νησιών τον οπλισμό τους και μετέφεραν τα πολεμοφόδια μέχρι την τελευταία σταγόνα πυρίτιδας στη βάση της Μάλτας.
Αποδέχτηκαν δηλαδή την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων που πρόβαλαν και οι Δυνάμεις και οι Προστασιανοί για να πραγματοποιηθεί η Ένωση το ταχύτερο και να μη βλάπτονται, τάχα, τα εθνικά συμφέροντα με την παράταση μιας ανώμαλης κατάστασης. Υπογράφτηκε όπως είπαμε ή Ένωση 17/29 Μαρτίου 1864, αλλά δεν έφυγαν αμέσως όλοι οι Βρετανοί. Παρέμεναν, είπαν, για προστασία της τάξης και αποχώρησαν την 21η Μαίου 1864, όταν η Ελληνική σημαία ανέβηκε στον ιστό της κατεβασμένης Αγγλικής Η Εκκλησία των Ιονίων έπαψε διοικητικά να υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης μετά από δύο χρόνια και ενώθηκε με την αυτοκέφαλη από το 1850
Πώς πήγαν οι Επτανήσιοι στην Αθήνα; Με πλέγμα ανωτερότητας και με φόβο πως η υπανάπτυκτη πνευματικά και πολιτικά, εκείνη την εποχή, Ελλάδα θα τους εκμεταλλευτεί και είχαν δίκαιο.(Αναλύονται στο βιβλίο μου λεπτομερειακά). Η εθνική ταυτότητα ήταν που μέτρησε περισσότερο. Ακούστε πώς μίλησε ο Λευκαδίτης Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στην Εθνοσυνέλευση της Αθήνας:
«Πρέπει να γνωρίζετε ότι εζητούσαμε ανέκαθεν την Ένωση όχι για να προσθέσουμε επτά (7) ξηροσκοπέλους στην ήδη μικροτάτη Ελλάδα, αλλά για ν’ αποδείξουμε στους δεδουλωμένους ομοφύλους το δρόμο της γενικής σωτηρίας... Δεν θελήσαμε να γίνει η Ένωση με ιδιαίτερη νομοθεσία για μας, αισθανθήκαμε ότι θα έχουμε και ζημίες και τις αποδεχτήκαμε. Η αφομοίωση θέλει γίνει πλήρης και τελεία, αλλ’ ουχί υπό το πρίσμα ή την επιρροή του φατριασμού και της εμπαθείας…».
Φυσικά κι άρχισαν αμέσως να δημιουργούνται οι φατρίες: Η αγροτιά είχε ξεσηκωθεί και ζητούσε να σπάσει τα δεσμά της, η φεουδαρχία επίσης έβλεπε να σαλεύουν τα θεμέλια της, οι ευγενείς έχαναν προνόμια και τσιφλίκια και συνασπίζονταν ή δημοκοπούσαν, πλάνευαν δηλαδή το λαό για το δικό τους συμφέρον, «…..όπως οι κόρακες επί πτώματος και κανένας δεν προσπάθησε να εύρη μέσον για ν’ ανακουφιστεί ο ταλαιπωρούμενος λαός»», γράφει ο ίδιος ο Ζερβός. Και ο αρχηγός Λομβάρδος εντάχθηκε στις φατρίες, εκλεγόταν μέχρι το θάνατό του (1888) υπουργός, τάχθηκε στον ακροδεξιό χώρο και ξέχασε ή παρέπεμψε στο μέλλον τον κοινωνικό στόχο του Ριζοσπαστικού Κινήματος…
Τιμώ το Λομβάρδο γιατί βοήθησε να ενωθεί με την Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι Ελληνισμού. Προσωπικά, δεν τον θεωρώ πολιτικό πρότυπο γιατί ως ελάχιστο φόρο τιμής προς τους αυθεντικούς ριζοσπάστες Κεφαλλονίτες και λοιπούς, οι οποίοι κατέθεσαν καριέρα κα οικονομικά στην υπηρεσία του δικαίου και της δημοκρατίας, όφειλε ερχόμενος στην Εθνοσυνέλευση της Αθήνας το 1864 να παραμείνει αρχηγός του Επτανησιακού Ριζοσπαστικού Κόμματος, συνεχίζοντας τους αγώνες της κοινωνικής αποκατάστασης και με Ελλαδίτες ίσως βουλευτές.
Αθήνα 19-5-2008
Σπαθάτου Αδαμαντία – Ανδρονίκη
Ιστορικός-Αρχαιολόγος-Εκπαιδευτικός
Όλοι γνωρίζουμε πού είναι και ποια είναι τα Επτάνησα… . Όλοι πρέπει να γνωρίζουμε, επίσης, ότι μιλώντας για τα Επτάνησα εννοούμε όλη την ακριτική, δυτική γεωγραφική περιφέρεια του Ελληνικού κράτους που, εκτός από τα μεγάλα επτά νησιά (Κέρκυρα-Παξούς-Λευκάδα-Ιθάκη-Κεφαλονιά-Ζάκυνθο και Κύθηρα), περιλαμβάνει 21 ακόμα μικρά και μεγαλύτερα νησάκια-βραχονησίδες, οι οποίες στη συνθήκη της Ένωσης αναφέρονται ως «παραρτήματα». Θα ονομάσω τα 14 με σειρά από βορά προς νότο, επισημαίνοντας ότι κάποια απ’ αυτά έγιναν τόποι εξορίας Επτανησίων πατριωτών. Είναι οι Οθωνοί, η Ερείκουσα, το Μαθράκι, οι Αντίπαξοι, το Μεγανήσι ή Τάφος, ο Κάλαμος, η Καστάς, το Αρκούδι, η Άτοκος, οι Στροφάδες, η Σαπιέντζα, η Πρώτη, η Σχίζα και τ’ Αντικύθηρα
Η θέση τους στο σημείο που συναντήθηκαν οι παγκόσμιες ροπές και οι ανταγωνισμοί των ισχυρών από την πτώση του Βυζαντίου και μετά, προκάλεσε μεγάλες ταραχές στην πορεία και την τύχη τους. Σας αναφέρω δύο κείμενα Αθηναϊκών εφημερίδων σε μετάφραση από Αγγλικές κατά τις παραμονές της Ένωσης (1862), για να καταλάβετε την ανησυχία των Μ. Δυνάμεων στο παιγνίδι της επιρροής: Για παράδειγμα η «Παλιγγενεσία» έγραφε: «Η στρατηγική ωφέλεια των Επτανήσων είναι αμφίβολη και δαπανηρή. Εμείς τα κρατάμε για να μην πέσουν στα χέρια άλλης αντίπαλης δύναμης». Και η εφημερίδα «Εθνοφύλαξ»: «Οι Επτανήσιοι είναι μύλου πέτρα γύρω από τον τράχηλό μας. Προς θεού λοιπόν, να τους στείλουμε στον κόρακα. Το μόνο που πρέπει να ζητήσουμε είναι να μην περιέλθουν στα νύχια της Γαλλίας ή της Ρωσίας».
Τέτοιον προβληματισμό και πονοκέφαλο προκαλούσαν στις Μ. Δυνάμεις της εποχής τα Ιόνια νησιά, τα οποία προς το τέλος του 12ου αιώνα παύουν να αποτελούν τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποσπώνται σταδιακά και παραχωρούνται ή καταλαμβάνονται από δυτικούς οίκους Ενετών, Φράγκων και Βρετανών για 700 περίπου χρόνια (1185-1864), με ενδιάμεσες ολίγων χρόνων κατοχές από την Τουρκία. Λεπτομέρεια ενδεικτική: Από την αναχώρηση των Ενετών το 1797 και στη συνέχεια με τους Γάλλους (1797-1800), με Ρώσους και Τούρκους ύστερα (1800-1807), ξανά Γάλλους (1807-1814) και τελευταίους τους Βρετανούς (1814-1864), επτά (7) διαφορετικές σημαίες κυμάτισαν στα κάστρα των Επτανήσων.
Από την αρχή, αλλά και μετά το 1500, όταν όλα τα Επτάνησα είχαν περιέλθει στην εξουσία των Ενετών, ο λαός στερήθηκε τα πάντα από τη διπλή δεσποτεία του ξένου δυνάστη και του ντόπιου γαιοκτήμονα. Να τους εκλατινίσουν ήθελαν με επίσημη γλώσσα στη διοίκηση την Ιταλική, με εφαρμογή ξένης Νομοθεσίας, με ξένα ήθη και έθιμα, με υποβιβασμό της Ορθοδοξίας και απαγόρευση του Θείου Λόγου από τον Άμβωνα, με σχολεία επίσημα μόνο μετά το 1580 από ένα σε κάθε πρωτεύουσα νησιού και διδασκαλία, σ’ αυτά, μόνο της Ιταλικής.
Γι’ αυτό η προσφορά της Εκκλησίας θεωρείται μεγάλη και ο ρόλος της σωτήριος. Ο κλήρος ανέλαβε τη διαιτησία στα προβλήματα του λαού, τη διαδικασία δηλαδή απονομής δικαιοσύνης στο οικογενειακό, το ιδιωτικό και το ποινικό Δίκαιο. Οι ιερείς γίνονταν οι συμβιβαστές στις διαφορές τους, οι συμβολαιογράφοι τους και αυτοί που αναλάμβαναν να εκπαιδεύσουν τα νέα παιδιά, για να τους διαδεχθούν ως κληρικοί ή αναγνώστες κλπ. Αν κάποιοι, λοιπόν, ευαίσθητοι και ακριβολόγοι και λεπτομερείς γνώστες της Επτανησιακής ιστορίας θεωρήσουν αυτήν την αναγκαστικά ιδιωτική εκπαίδευση «κρυφό σχολειό» των Επτανήσων, θα έχουν άδικο; Θα τους πούμε μυθοπλάστες;
Άρα, κάτω απ’ αυτές της συνθήκες της μακρόχρονης ξενικής δουλείας και στα Ιόνια, ήταν αξιοθαύμαστη η συνειδησιακή σταθερότητα στο Ελληνικό εθνικό φρόνημα, το οποίο έμεινε άτρωτο και αλώβητο αφομοιώνοντας παράλληλα, όσα στοιχεία ήταν συγγενή προς τη δική του εθνική αυτοτέλεια, προς την ελληνορθόδοξη παράδοσή του και την ελευθερία της ψυχής του η οποία, τελικά, εκφράστηκε μέσα από το Ριζοσπαστικό κίνημα και οδήγησε ως το ποθητό αποτέλεσμα της ένωσης με τον εθνικό κορμό, δηλαδή με το Ελληνικό Βασίλειο.
Αξίζει εδώ η επισήμανση του ξεκινήματος της πολιτικής σταδιοδρομίας του Κερκυραίου Ιωάννη Καποδίστρια, που έγινε και η αρχή της σχέσης του με τη Ρωσία. Μόλις 24χρονος γιατρός από την Πάδουα είχε επιστρέψει στην Κέρκυρα το 1800 και έγινε αμέσως Υπουργός Εξωτερικών της λεγομένης «ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ», δηλαδή του νεοσύστατου κράτος των Επτανήσων, το οποίο είχαν καταλάβει από τους Γάλλους οι Ρωσότουρκοι και το οποίο θα ήταν αυτόνομο με υποτέλεια στο Σουλτάνο. Όταν οι Γάλλοι ξαναπήραν τα νησιά το1807, ο Καποδίστριας δεν συνεργάστηκε μαζί τους. Προτίμησε να μείνει φίλος με τους Ρώσους, πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον Τσάρο και στάλθηκε ως εκπρόσωπός του στο Παρίσι το 1815, όπου θα καθοριζόταν εκ νέου από τις πέντε Μ. Δυνάμεις ( Αγγλία-Γαλλία-Αυστρία-Πρωσία-Ρωσία) η τύχη των νησιών, των οποίων τώρα την κατάκτηση είχε ολοκληρώσει η Μ. Βρετανία, ξεκινώντας από τη Ζάκυνθο το 1809. Αυτός πέτυχε την τελική λύση του σχηματισμού μιας Δημοκρατίας πάλι, με τίτλο «ΗΝΩΜΕΝΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΙ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΝΗΣΩΝ», κάτω από την «Προστασία» των Βρετανών.
Ωστόσο στη συνθήκη του 1815 δεν καθοριζόταν με σαφήνεια ούτε το καθεστώς ούτε το Σύνταγμα που θα επικρατούσε στα νησιά. Το αποτέλεσμα ήταν να τα διοικούν οι Βρετανοί ως αποικία τους με πλήρη αυθαιρεσία, έλλειψη ελευθεροτυπίας, φόρους πιεστικούς, οργιαστική τοκογλυφία, φυλακίσεις και εξορίες. Ήταν παροιμιώδης η φράση «τρεις και τέσσερα», που σήμαινε την κράτηση τριών ημερών και το πρόστιμο τεσσάρων ταλάντων για το παραμικρό… Όσο για το δεσποτικό Σύνταγμα του αρμοστή Θωμά Μαίτλαντ (1817), αρκούν οι δηλώσεις του Υφυπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας Λαυάρδου, αμέσως μετά την ένωση: «Οφείλαμε, όταν αναλάβαμε το 1815, να διοικήσουμε φιλελεύθερα και συνταγματικά. Όμως δεν το κάναμε, γιατί έτυχε αμέσως μετά το τέλος των πολέμων που επικρατούσαν στην Ευρώπη. Το πνεύμα της εποχής δεν ήταν καθόλου ευνοικό για φιλελεύθερους θεσμούς, (εφημερίδα Αθηνά 28-3-1864)».
Έστω και με αυτές τις συνθήκες, πάντως, τα Επτάνησα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος και για τους Έλληνες της κυρίως Ελλάδας αποτελούσαν ένα ορόσημο φωτεινό, για να τους θυμίζει την εθνική τους υπόσταση ( γράφει ο Άγγλος Douglas Dakin στο έργο του η Ενοποίηση της Ελλάδας). Εμείς προσθέτουμε και για να τους στέλνει ελπιδοφόρο μήνυμα ξεσηκωμού, επειδή την εθνική τους συγγένεια και υπόσταση τη ζούσαν μέσα τους, το ομόθρησκο και το όμαιμο το ένιωθαν και το απέδειξαν εκατέρωθεν, οι μεν Ελλαδίτες βρίσκοντας καταφύγιο στις Ιόνιες ακτές, οι δε Ιόνιοι αγκαλιάζοντας την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ταξιδεύοντας προς το Μωριά και τη Ρούμελη για να πολεμήσουν με τ’ αδέλφια τους, αν και γνώριζαν ότι οι αποικιοκράτες θα δημεύσουν τις περιουσίες τους και θα τους καταδικάσουν σε «αειφυγία». Όταν δημιουργήθηκε Ελληνικό Βασίλειο με τον Όθωνα (1832), οι Επτανήσιοι προσηλώθηκαν ανατολικά πια, προς την ελεύθερη Ελλάδα, με την οποία το παραδοσιακό δέσιμο της ταυτότητας παρέμενε ακλόνιτο!
Τότε ξεκίνησε η ιδεολογία του ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΥ, που έγινε το πρώτο «Κόμμα Αρχών» στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους, με ηγέτη το Ζερβό-Ιακωβάτο και πρωτοπόρο, στον αντιπροστασιακό αγώνα, το Γεράσιμο Λειβαδά, ο οποίος έγινε αρχηγός των αγροτών το 1830 και άρχισε κρυφά να ενσπείρει τη Μ. Ιδέα της Εθνικής ολοκλήρωσης.
Παράλληλα επομένως με τα υπάρχοντα κόμματα των κυβερνώντων Προστασιανών ή Καταχθονίων και των Μεταρρυθμιστών, μεγάλο ρεύμα νησιωτών συσπειρώνεται στο Ριζοσπαστικό κόμμα το οποίο, βέβαια, ζυμώθηκε στο ξεκίνημά του από τις ευρωπαϊκές δημοκρατικές ιδέες (Γαλλική Επανάσταση-αρχή Εθνοτήτων κλπ.), αλλά στην πορεία του αποκτά τις καταβολές της Ελληνορθόδοξης παράδοσης με τον κατώτερο κλήρο ενσωματωμένο στον αγώνα και γίνεται Κίνημα Ελληνικό, που επιδιώκει να καλύψει τα αυτονόητα: Εθνική αποκατάσταση και Κοινωνική δικαιοσύνη! Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα από τη μια και βελτίωση των συνθηκών της καθημερινότητας από την άλλη.
Είναι ξεχωριστής σημασίας και δυναμικής τα κινήματα που έγιναν στη Σκάλα της Κεφαλλονιάς τον Αύγουστο του 1848 το ένα και το Σεπτέμβρη (γιορτή του Σταυρού) το άλλο. Όπως ήταν επόμενο ο μετριοπαθής αρμοστής Σήτον πρόσφερε ελευθεροτυπία και σχετική ελευθεροψηφία για δύο χρόνια (1849-51), κατά τα οποία πήραν λίγο θάρρος οι νησιώτες και στην Θ΄ Βουλή των Αντιπροσώπων του Ιονίου Κράτους, την πρώτη μη βουβή Βουλή (26 Νοεμβρίου 1850), πρότειναν το πρώτο σχετικό με την Ένωση ψήφισμα. Ούτε να το διαβάσουν πρόλαβαν, γιατί ο αρμοστής έκλεισε πάλι τη Βουλή για εξάμηνο, αλλά το ψήφισμα αυτό (κόσμημα στην ιστορία του Ελληνικού Κοινοβουλευτισμού το χαρακτηρίζουν οι ιστορικοί), δόθηκε στη δημοσιότητα και είχε μεγάλη απήχηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη κατά της «Βρετανικής Προστασίας».
Το ίδιο εντυπωσιακά ήταν τα νέα από τις εφημερίδες εκείνα τα δύο χρόνια. Ο Μαυρογιάννης ο Γερ. δημοσιογράφος και ιστορικός ύστερα, εμπνεύστηκε τον «‘Ύμνο των Ριζοσπαστών» και γράφοντας στο «ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ» της Κεφαλονιάς έδωσε το στίγμα του κινήματος: «Ας σπάσουμε σύρριζα το σάπιο και ξερό δένδρο της Πολιτείας και να κόψουμε τις δηλητηριώδεις ρίζες του με τον πέλεκυ της ελευθεροτυπίας, για να φυτέψουμε δένδρον αυτόχθον, ελληνικόν». Από την ίδια εφημερίδα μάθαμε τη φρικτή καθημερινότητά τους και τη νοοτροπία των αποικιοκρατών: «Οι Προστάτες σφίγγουν περισσότερο τις αλυσίδες. Δεσμεύουν τα υπάρχοντα, μαστιγώνουν ιερείς και πολίτες, συμμαχούν με κατά φαντασίαν αριστοκράτες, μεταχειρίζονται κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον για να καταδιώξουν και να σβήσουν το εθνικό μας φρόνημα». Και ο ανώνυμος νησιώτης, επίσης, απευθυνόμενος στον κατακτητή ερωτά: «Και επιστέψατε ότι ελησμονήσαμε την αρχαίαν ελληνικήν καταγωγή μας, τη θρησκεία, τη γλώσσα, τα ήθη, το χαρακτήρα και τα αίματα που πρόσφατα χύθηκαν για να σηκωθεί το έθνος μας; Και δεν βλέπομε τους Άγγλους που, ενώ γεννιούνται στο έδαφός μας ή τρέφονται από τους ιδρώτες μας, θέλουν μολοντούτο να λέγονται και να είναι Άγγλοι; Εμείς τους τιμάμε γι’ αυτό και τους σεβόμαστε, γιατί ο εθνισμός στον κόσμο τούτο δεν έχει αντάλλαγμα».
Όμως οι Επτανήσιοι απαγορευόταν να είναι και να λέγονται Έλληνες και, όπως σήμερα μας εμπαίζουν οι Αμερικανοί, αφού κάνουμε διάλογο για το Μακεδονικό με τον κ. Νίμιτς που χαρακτήρισε σφαγέα το Μέγα Αλέξανδρο, έτσι και τότε μας εμπαίζανε οι Βρετανοί αφού, στέλνοντας 8-10 χρόνια μετά τον Υπουργό τους των Αποικιών, Γκλάδστονα, για να προτείνει μεταρρυθμίσεις, έκαναν μάθημα «περί εθνικότητας» στους Κεφαλλονίτες:
«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑΣ είναι ιερή και σεβαστή, τους είπε. Όμως υπόκειται σε περιορισμούς από τον ίδιο τον Πλάστη για το καλό του πλάσματός του. Αν έλλειπαν αυτοί οι περιορισμοί θα ανατρεπόταν ο κόσμος. Τι θα γινόταν η Γαλλική, η Αυστριακή, η Αγγλική, η Ρωσική Αυτοκρατορία στην οποία μιλούνται 100 διαφορετικές γλώσσες, αν εφαρμοζόταν η αρχή των εθνικοτήτων»; Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα ο «Προστάτης», φιλλέληνα τον είπαν άλλοι, ομολόγησε ξεκάθαρα ο άνθρωπος ότι περιορισμούς δικαιούνται να επιβάλουν μόνο οι ισχυροί επί των μικρών.
Μετά τον αρμοστή Σήτωνα ακολούθησαν διωγμοί και εξορία πολλών ριζοσπαστών, πρώτα των ηγετών Ηλία Ζερβού-Ιακωβάτου και Ιωσήφ Μομφερράτου ενώ, παράλληλα, η εξουσία προσπάθησε να περιορίσει τη δύναμη του Ριζοσπαστικού κόμματος με ανελεύθερες εκλογές κλπ.
Αναφέρουμε για παράδειγμα τις εκλογές του Ιανουαρίου 1852 για την ανάδειξη της 10ης Βουλής μέσα σε κλίμα βίας και τρομοκρατίας με τη λεγομένη «Δεκακαλπία».
Οι Προστασιανοί (η καμαρίλα ή περούκες ή κοτσίδια), το σύστημα δηλαδή που κυβερνούσε από την Κέρκυρα, διέταξε να τοποθετηθούν οι δέκα κάλπες των υποψηφίων του Ριζοσπαστικού κόμματος χωριστά από τις άλλες δέκα των κυβερνητικών, ώστε να φαίνονται πού ρίχνουν την ψήφο τους οι πολίτες. Αποτέλεσμα ήταν η επικράτηση της κυβερνητικής παράταξης με μικρή πλειοψηφία, γιατί η «Προστασία» δεν βρήκε παντού προθύμους υποστηρικτές. Ο έπαρχος Ζακύνθου Νικόλαος Λούντζης, αν και έλαβε την ίδια εντολή εξαναγκασμού, προέτρεψε όλους να ψηφίσουν κατά συνείδηση, γεγονός που είχε πολύ μεγάλη σημασία για την περαιτέρω πορεία του Ριζοσπαστισμού. Με τις ελεύθερες εκλογές στη Ζάκυνθο ψήφισαν άνετα οι περισσότεροι. Γι’ αυτό, μόνον εκεί εκλέχτηκαν και οι πέντε (5) ριζοσπάστες της 10ης Βουλής των Ιονίων.
Αυτομάτως το κέντρο δύναμης, δράσης αλλά και διαμόρφωσης ιδεολογίας μεταφέρεται από την Κεφαλονιά στη Ζάκυνθο, γιατί οι ηγέτες Κεφαλονίτες έμεναν εξόριστοι ως το 1857. Αντιθέτως στη Ζάκυνθο ο Ριζοσπαστισμός ενδυναμώνεται και με αρχηγό το γερμανοσπουδαγμένο γιατρό και «κόντε» Κωνσταντίνο Λομβάρδο κρατά τα πρωτεία Στις επόμενες εκλογές πάλι 1857-1861), επειδή οι Κεφαλονίτες ριζοσπάστες απείχαν, πρωτεύουν οι Ζακυνθινοί και πληθύνονται μετά από μια εντυπωσιακή αγόρευση του Λομβάρδου μέσα στο Κοινοβούλιο (20-6-1857). Η «Προστασία» είχε αφήσει να διαρρεύσει ένα πανούργο σχέδιο, ότι θα επιστραφούν τα νησιά πλήν της Κέρκυρας και των Παξών, ένα είδος διχοτόμησης δηλαδή της Επτανήσου, γεγονός που απέτρεψε με τη ρητορική του δεινότητα ο Λομβάρδος και, έτσι, ομόφωνα η ΙΑ΄ Βουλή ψήφισε ότι: «Γενική επιθυμία των Επτανησίων είναι η παύση της Προστασίας και η ένωση με την ελεύθερη Ελλάδα». Εκείνη η ομιλία ήταν θρίαμβος του Λομβάρδο, ανάλογος μ’ εκείνον του ψηφίσματος του 1850 που δεν διαβάστηκε καν…
Την επομένη άνοιξη (1858), καθώς οι εξόριστοι ηγέτες έχουν επαναπατριστεί, αρχίζει η ρήξη ανάμεσα στις ηγετικές μορφές του Ριζοσπαστισμού, με τον Λομβάρδο κα τα στελέχη του να αποκλίνουν και να νοθεύουν την αρχική ιδεολογία.
Ο Ριζοσπαστισμός, ως κίνημα, δεν είχε για τον άρχοντα Λομβάρδο δημοκρατικό χαρακτήρα, δεν ήταν ζυμωμένος με το λαικό φρόνημα, δεν είχε σχέση καμία με τον κομμουνισμό ή το σοσιαλισμό παρά μόνο με το στόχο της Εθνικής ολοκλήρωσης και νόμιζε ότι, πολιτικά, θα απέβαινε επιζήμιος. Αυτός επιθυμούσε την ένωση ακόμα και με παρακλήσεις προς τη βασίλισσα Βικτωρία της Μ. Βρετανίας, ενώ ο Μομφερράτος, «…δεν ήθελε καν να δεχτεί σαν ελεημοσύνη αυτό που απαιτούσε ως δικαίωμα», όπως γράφει ο βιογράφος του Παν. Πανάς, ο επαναστατικότερος όλων.
Οι παλαιοί ή αυθεντικοί ριζοσπάστες ήλπιζαν πως με την Ένωση θα καταργηθεί η ως τότε κοινωνική ιεραρχία και η μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία. Ότι θα γίνει αναδασμός της γης, ώστε να ανασυστήσουν μια ευνομούμενη και δίκαιη κοινωνία, αυτήν που ακόμα οραματιζόμαστε, φίλοι μου!
Τότε ήταν που ήρθε ο Γκλάδστονας 1858-59 και για λίγο χρόνο οι ιδεολογικές διαμάχες των ριζοσπαστών κόπασαν. Ο Βρετανός υπουργός νόμισε πως θα διόρθωνε την κατάσταση προτείνοντας μεταρρύθμιση του συντάγματος Μαίτλαντ. Αλλά η συνεργασία των δύο κυβερνητικών κομμάτων κατά του Ριζοσπαστισμού απαιτούσε θυσία κάποιων προνομίων τους, όπως να μειωθεί η αποζημίωση μόνο για την περίοδο που η Βουλή ήταν ανοικτή. Οι βουλευτές όμως δεν δέχονταν να χάσουν προνόμια, να μειωθούν τα οικονομικά τους κλπ. Καταψηφίστηκαν οι προτάσεις του και ο Γκλάστονας αντικαταστάθηκε.
Οπότε οι «Προστάτες» αναζήτησαν άλλους τρόπους για να συνεχίσουν την κηδεμονία… Ο βασιλιάς των Ελλήνων Όθωνας δεν φαινόταν να συγκατατίθεται στις πολιτικές γραμμές τους.. Είχε ενστερνισθεί τη Μ. Ιδέα πιστεύοντας ότι, καθώς ήταν ο μοναδικός χριστιανός βασιλιάς στην Εγγύς Ανατολή, είχε να εκπληρώσει την ιερή αποστολή του εκχριστιανισμού της. Δεν ενδιαφερόταν τόσο να ενώσει με την Ελλάδα τα Επτάνησα. Του τα πρότειναν κάποτε οι Βρετανοί. Δεν τους εμπιστευόταν. Προτιμούσε να ενσωματώσει στο βασίλειό του αλύτρωτους Έλληνες που ζούσαν υπό τουρκικό ζυγό στην Ήπειρο, Θεσσαλία κλπ. Αλλά οι θέσεις του ήταν αντίθετες με τη επιθυμία Γαλλίας και Βρετανίας, γιατί η ακεραιότητα της Τουρκίας έπρεπε να φυλαχτεί ως φραγμός στην κάθοδο της Ρωσίας.
Δεν υποχώρησε ο βασιλιάς Όθωνας. Έκανε κάποιες αντάρτικες επιχειρήσεις σε Θεσσαλία και Ήπειρο στα πλαίσια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-56) εξοργίζοντας τους Γάλλους και Βρετανούς, που κατέλαβαν τον Πειραιά, προσεταιρίστηκαν αντιβασιλικούς κύκλους της Αθήνας υποχρεώνοντάς τον να κρατήσει ουδετερότητα περί τα Εθνικά, γεγονός που προκάλεσε την αμφισβήτησή του. Ο λαός άκουγε και θαύμαζε το γείτονα Ιταλό στρατηγό Γαριβάλδη και το βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ που ένωσε την Ιταλία, ένιωθε πικρία για την έλλειψη διαδόχου από τον Όθωνα, για την κακοδιοίκηση στο εσωτερικό της χώρας μας, για τον αυταρχισμό του Οθωνικού καθεστώτος και, καθώς όλα αυτά σχολιάζονταν από νέους και άφθαρτους πολιτικούς, δημιουργούσαν αντιδράσεις και οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην έξωση του Όθωνα.
Οι Μ. Δυνάμεις εν τω μεταξύ έψαχναν και για τον αντικαταστάτη του Όθωνα και οι μεταξύ τους διαφωνίες τον κράτησαν στην εξουσία ως τον Οκτώβρη του 1862, αφού αρνήθηκαν 15 πρίγκιπες το στέμμα, ανάμεσά τους και ο Αλφρέδος, γιος της Βικτωρίας.
Ο Αμερικανός φιλέλληνας Εδουάρδος Έβερετ έγραφε εκείνη την εποχή στον Χ. Τρικούπη για το θέμα του πολιτεύματος: «Πολίτευμα δημοκρατικό με αρχές συντηρητικές θα ήταν άριστο για την Ελλάδα. Γιατί να δανείζεσθε ηγεμόνα από την αλλοδαπή»; Αποδειχτήκαμε ανίκανοι τότε, έστω και για ένα βασιλιά Έλληνα όπως έκαναν οι Σέρβοι και άλλοι Βαλκάνιοι, γι’ αυτό και τελικά μας θρόνιασαν το Δανό πρίγκιπα Χριστιανό Γουλιέλμο. με το όνομα Γεώργιος ο Α΄. Απαραίτητος όρος στα «δούναι και λαβείν» η προσφορά των Επτανήσων με την Κέρκυρα, βέβαια, αφού οι Βρετανοί είχαν πια εξασφαλίσει τη Μάλτα ως βάση τους στη Μεσόγειο και ένα βασιλιά της επιλογής τους.
Οι ηγέτες παλαιοί ριζοσπάστες, όμως , είχαν καταλάβει τι παιζόταν…
Ο Ζερβός Ιακωβάτος μάλιστα, πρόεδρος της 12ης Επτανησιακής Βουλής (Μάρτη του 1862), κατάλαβε τις ραδιουργίες κατά του Όθωνα, είχε αντιληφθεί ότι στην ουσία η ανεξάρτητη Ελλάδα θα ενωνόταν με το προτεκτοράτο της Επτανήσου και ολόκληρη η Ελλάδα θα υπαγόταν στο άρμα της Αγγλικής πολιτικής με την έδρα επιρροής μεταφερμένη από την Κέρκυρα στην Αθήνα. Γι’ αυτό πρότεινε ν’ αναστείλουν το εθνικό ζήτημα, μη εγκρίνοντας την έξωση του Όθωνα, ώστε ν’ ανοίξει ο δρόμος για το Γεώργιο. Ακόμα και ο αντιβασιλικός Μομφερράτος συντάχθηκε μαζί του κατά της έξωσης. Όμως πολλοί άλλοι παρασύρθηκαν από το Λομβάρδο, ψήφισαν την αποπομπή του Όθωνα προκειμένου να κερδίσουν την ένωση και, έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την εκλογή νέου βασιλιά. Από τη διαφοροποίηση αυτή ονομάστηκαν οι μεν παλαιοί ριζοσπάστες ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ, οι δε νέοι με τον Λομβάρδο αρχηγό ΕΝΩΤΙΚΟΙ.
Το καλοκαίρι του 1863 ο Δανός πρίγκιπας αναγορεύτηκε βασιλιάς των Ελλήνων, τον έκαναν και ενήλικα με νόμο για ν’ αποφύγουν αντιβασιλεία, όπως είχε γίνει με τον Όθωνα και αποφασίστηκε να υπογραφεί η συνθήκη όσο γινόταν γρηγορότερα». Πραγματικά οι εκπρόσωποι των πέντε (5) Δυνάμεων, οι οποίες το 1815 στο Παρίσι είχαν συνυπογράψει την ανάληψη από τους Βρετανούς της «Προστασίας» των νησιών, συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο και ετοίμασαν τη συνθήκη παραίτησης της Μ. Βρετανίας από την «Προστασία» της Επτανήσου για να τα παραχωρήσουν στο βασιλιά Γεώργιο τον Α΄. Πήραν αποφάσεις για μας χωρίς εμάς και μετά ζήτησαν οι Βρετανοί με επίσημο έγγραφό τους, ένα Έλληνα πληρεξούσιο, για να συνυπογράψει μόνο τη συνθήκη παράδοσης των Επτανήσων στο βασιλιά Γεώργιο, όπως αναφερόταν στο άρθρο 6 της συνθήκης των 5 δυνάμεων.
Καταλληλότερος για την περίσταση θεωρήθηκε ο γιος του Σπύρου Τρικούπη Χαρίλαος, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον πατέρα του στην Πρεσβεία του Λονδίνου. Ήταν 32 ετών τότε, πήρε οδηγίες από τον Υπουργό Εξωτερικών του Γεωργίου Α΄ τον Π. Δελιγιάννη και έφτασε στο Λονδίνο, όταν είχε υπογραφεί η συνθήκη των πέντε (14-Νοεμβρίου 1863), προκειμένου να συνυπογράψει μία άλλη παρόμοια μ’ εκείνη, αλλά με τις τρεις μόνο δυνάμεις, που είχαν υπογράψει το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Φεβρουάριο 1830) για την ίδρυση του Ελληνικού κράτους.
Αυτή τη συμπεριφορά των Μ. Δυνάμεων επέβαλε το «veto» της Αυστρίας επειδή, φίλοι μου, είχε θεωρήσει προσβλητική την έξωση του Όθωνα. Δεν ίσχυε για την Αυστρία η εκλογή του νέου βασιλιά, αφού αυτός δεν είχε παραιτηθεί. Άρα ούτε την κυριότητα του Γεωργίου πάνω στα Επτάνησα παραδεχόταν , ούτε την κυβέρνησή του αναγνώριζε, ούτε και τον απεσταλμένο του μπορούσε να αποδεχτεί ως συνομιλητή στο ίδιο τραπέζι για τις διαπραγματεύσεις.
Στην ίδια θέση, θυμάμαι, βρέθηκε η Κύπρος την 3-5-2005 και, αντί μαζί με την Ελλάδα να μη συνυπογράψει για το ξεκίνημα της Τουρκίας προς την Ευρώπη, αφού δεν είχε αναγνωρίσει, η Τουρκία την Κυπριακή Δημοκρατία, θυμάστε, υποχώρησαν και η Κύπρος και η Ελλάδα μας! Δεν ασκήσαμε τοVETO σε μια τόσο σημαντική στιγμή. Πώς να μη μας εκμεταλλεύονται οι πάντες με τέτοια υποχωρητικότητα; Γιατί τα Σκόπια να κάνουν έστω και βήμα πίσω;
Καθώς ο Χ. Τρικούπης, λοιπόν, ταξίδευε προς το Λονδίνο οι πέντε (5) ετοίμαζαν μια συνθήκη φρικτή, μη λειτουργική, της οποίας ο απόηχος άφηναν να φτάνει ως τα Επτάνησα. Φήμες διαδίδονταν επίσης για κατεδάφιση των φρουρίων της Κέρκυρας και για επιβολή ουδετερότητας στα νησιά και τη θάλασσά τους. Τρόπος για να επαληθευτούν οι ειδήσεις δεν υπήρχε. Δυστυχώς για τους Έλληνες Ιονίους και Ελλαδίτες τη Βουλή της Κέρκυρας την έκλειναν οι αρμοστές, όταν δεν συμφωνούσαν ή είχαν να πάρουν αποφάσεις ριζικές, όπως τώρα. Αλλά και η Ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο ήταν κλειστή από το Φεβρουάριο του 1863. Όταν στένευαν τα οικονομικά έκλεινε τις Πρεσβείες του το Ελληνικό κράτος. Εδώ αξίζει το σχόλιο «Πώς να κάνει, αλήθεια, Εξωτερική Πολιτική μια χώρα με Πρεσβείες ακορντεόν»; Είναι λόγια του Φρέντυ Γερμανού στο βιβλίο του «Γυναίκα από βελούδο», σχετικό με την αδελφή του Τρικούπη Σοφία.
Τελικά ένα σχέδιο Ανάν , όπως εκείνο του 2004 για την Κύπρο ήταν η συνθήκη των πέντε (11-11-1863). Απαιτούσαν οι Δυνάμεις::
1)Τη συνεχή ουδετερότητα των Ιονίων .
2)Τον περιορισμό της στρατιωτικής και ναυτικής δύναμης που θα μπορούσε να συγκεντρώσει σ’ αυτά η Ελλάδα, μόνο όση χρειαζόταν για την επιβολή της τάξης.
3)Την κατεδάφιση των φρουρίων που υπήρχαν στην Κέρκυρα και στις νησίδες Οθωνούς, Ερείκουσα και Μαθράκι.
4)Τη συνεχή και για αόριστο χρόνο ισχύ των πλεονεκτημάτων που απολάμβανε στα Ιόνια λιμάνια το ξένο εμπόριο κα η ξένη ναυτιλία, σύμφωνα με τις παλαιότερες συμβάσεις που είχαν συνυπογραφεί επί «Προστασίας».
Στην τελική συνθήκη 17/29 Μαρτίου 1864 ελάχιστα σημεία τροποποιήθηκαν ή βελτιώθηκαν, γι’ αυτό ο Τρικούπης πάλι στο ίδιο βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού φέρεται να λέει στην αδελφή του: «Τέσσερις μήνες για ένα φρούριο…». Στις τροποποιήσεις που πέτυχε ο Τρικούπης αναφέρουμε ότι:
Α)Κανένας περιορισμός δεν θα υπήρχε για τη στρατιωτική και ναυτική δύναμη, την οποία θα μπορούσε η Ελλάδα ν’ αναπτύξει στα νησιά.
Β)Εκτός από την Αυστριακή ναυτιλιακή εταιρεία Λόυδ, περιορίστηκαν σε 15 ακόμη χρόνια τα πλεονεκτήματα των ξένων στα Ιόνια λιμάνια. Νέες συμβάσεις μπορούσαν να κάνουν ύστερα οι ξένοι με την Ελληνική κυβέρνηση της Αθήνας πια…
Γ)Η ουδετερότητα των νησιών, που απασχόλησε για πάνω από δύο μήνες τους διπλωμάτες, περιορίστηκε μόνο στην Κέρκυρα και τους Παξούς. Για το θέμα της ουδετερότητας διαμαρτυρήθηκαν πολλοί βουλευτές της αντιπολίτευσης στην Εθνοσυνέλευση των Αθηνών. Κάποιον μάλιστα τον κατέβασαν από το βήμα για… «ακαιρολογίες κατά φίλης και ευεργέτιδας δύναμης» έγραψε η εφημερίδα «Αθηνά» 28-3-1864. Ο δε υπουργός μας των Εξωτερικών προσπάθησε να ελαφρύνει τα πράγματα ισχυριζόμενος ότι, όπως του εξήγησε ο ΥπΕΞ. της Γαλλίας, Δρουέν Δη Λουί, με τον τρόπο που εκτίθεται στο άρθρο η ουδετερότητα υποχρεώνει μόνο τις ξένες δυνάμεις και όχι την Ελληνική κυβέρνηση. Μάλιστα ο συντάκτης της «Αθηνάς» επισημαίνει ότι η εξήγηση αυτή δόθηκε μέσα στα έγγραφα της υπόθεσης με αριθμό 49 και στη σελίδα 54, αλλά στο τελικό επίσημο κείμενο δεν αναφέρεται διόλου αυτή η επεξήγηση. ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΡΗΓΟΡΟΥΜΕΘΑ ΜΕ ΕΤΤΡΑΦΑ ΑΝΕΠΙΣΗΜΑ ΠΟΥ ΔΙΑΡΡΕΟΥΝ.
Οι σοβαροί διαπραγματευτές Αυστριακοί ισχυρίστηκαν ότι δεν είναι αξιοπρεπές γι’ αυτούς ούτε ν’ αφαιρεθεί χωρίς την παρουσία τους ο όρος [ουδετερότητα] από τη δεύτερη συνθήκη των τριών, ούτε να φανεί πως μέσα σε ένα μήνα έδωσαν τέτοιο δείγμα αστάθειας αλλάζοντας τις αποφάσεις τους. Όλα αυτά ήταν προφάσεις, βέβαια, για να πετύχουν την συνεχή ισχύ της ήδη ληγμένης σύμβασης της ναυτιλιακής εταιρίας Λόυδ. Τα δικαιολόγησαν όμως όλα αυτά οι Αυστριακοί ως υποχώρηση και υπέγραψαν ξεχωριστό συμφωνητικό.
Δ) Τα φρούρια κατεδαφίστηκαν όπως ακριβώς ήθελαν Άγγλοι και Αυστριακοί, παρά τις παρακλήσεις της Ελληνικής πλευράς, η οποία με επιχειρηματολογία απέδειξε πως το μέτρο ήταν μάταιο και επιζήμιο και άδικο και απραγματοποίητο. Δεν τους άγγιξε καμία δικαιολογία. Πίστευαν ότι μια Κέρκυρα «γυμνή» δεν θα ήταν ελκυστική για κανένα. Φυσικά το έλεγε η μια από φόβο προς την άλλη, γιατί 60 χρόνια μετά και με μια μόνο έφοδο το 1923 έπεσε η Κέρκυρα στα χέρια του Μουσολίνι. Ο σεβασμός τον οποίον έδειξαν τάχα, ήταν να κατεδαφίζουν λίγο-λίγο, ώστε να ολοκληρωθεί το γκρέμισμα ως την ημέρα υπογραφής της τελικής συνθήκης, για να μην περιληφθεί η λέξη [κατεδάφιση] στο επίσημο κείμενο (πολιτικό κόστος για το βασιλιά)...
Πρέπει να σημειώσουμε επίσης καυτηριάζοντας την απληστία και αυστηρότητα και υποκρισία των Βρετανών, τις τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις στις οποίες υποχρέωσαν την Ελλάδα. Δεν έφτασαν τα υπέρογκα ανακτορικά επιδόματα, οι βασιλικές χορηγίες και οι ξένες οικονομικές συμβάσεις που συνεχίζονταν.
Μαζί με τη συνθήκη Ένωσης πιέστηκε να υπογράψει και ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ, σύμφωνα με την οποίαν το Ελληνικό ταμείο αναλάμβανε να καταβάλλει τις συντάξεις των Άγγλων υπηκόων, αλλά και να αποζημιώσει δια βίου, όσους υπηρετούσαν ως εκείνες τις ημέρες στην Πολιτεία των Ιονίων και, ίσως, έχαναν την εργασία τους με την εγκατάλειψη της «Προστασίας». Ο ίδιος ο ΥπΕξ της Μ Βρετανίας Ρώσσελ είπε για το θέμα αυτό στον Τρικούπη ότι «μπορεί να αμφιβάλλει για το δίκαιο των υπαλλήλων στους οποίους θα έδιναν τα χρήματα, αλλά όφειλε να μην αφήσει απροστάτευτους ανθρώπους που έχαναν τις θέσεις τους λόγω κατάργησης υπηρεσίας όχι πρόσκαιρης…».
Είναι εντυπωσιακή η πολιτική διπλωματία και το κοινωνικό πρόσωπο που προσπαθεί να επιδείξει η Βρετανία. Προκαλεί όμως και το ερώτημα: «Αν αυτά τα χρήματα έπρεπε να βγουν από δικό της ταμείο θα φερόταν έτσι»; Άλλο προβληματισμό γεμάτο ερωτηματικά σε όλη τη διάρκεια των περί τα οικονομικά διαπραγματεύσεων, (σχετική αναφορά στο βιβλίο μου, το οποίο ελπίζω να εκδοθεί κάποτε), αποτελεί το ότι στις παραπάνω απαιτήσεις δεν έκανε ο Έλληνας πληρεξούσιος καμία υπενθύμιση, δεν υπέβαλε καμία απαίτηση στις οφειλές των Βρετανών από το ξεπούλημα της Πάργας στους Τούρκους το 1819, η οποία Πάργα αποτελούσε τμήμα της Ιόνιας Πολιτείας από τα Ενετικά χρόνια. Ούτε καθόλου υποστήριξε ότι τα φρούρια κτίστηκαν και συντηρούνταν κυρίως από τους Επτανησίους και όχι από τους Άγγλους. Ούτε ανέφερε ποτέ κατά τις συζητήσεις ότι οι Βρετανοί κατέβασαν από όλα τα φρούρια και των άλλων νησιών τον οπλισμό τους και μετέφεραν τα πολεμοφόδια μέχρι την τελευταία σταγόνα πυρίτιδας στη βάση της Μάλτας.
Αποδέχτηκαν δηλαδή την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων που πρόβαλαν και οι Δυνάμεις και οι Προστασιανοί για να πραγματοποιηθεί η Ένωση το ταχύτερο και να μη βλάπτονται, τάχα, τα εθνικά συμφέροντα με την παράταση μιας ανώμαλης κατάστασης. Υπογράφτηκε όπως είπαμε ή Ένωση 17/29 Μαρτίου 1864, αλλά δεν έφυγαν αμέσως όλοι οι Βρετανοί. Παρέμεναν, είπαν, για προστασία της τάξης και αποχώρησαν την 21η Μαίου 1864, όταν η Ελληνική σημαία ανέβηκε στον ιστό της κατεβασμένης Αγγλικής Η Εκκλησία των Ιονίων έπαψε διοικητικά να υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης μετά από δύο χρόνια και ενώθηκε με την αυτοκέφαλη από το 1850
Πώς πήγαν οι Επτανήσιοι στην Αθήνα; Με πλέγμα ανωτερότητας και με φόβο πως η υπανάπτυκτη πνευματικά και πολιτικά, εκείνη την εποχή, Ελλάδα θα τους εκμεταλλευτεί και είχαν δίκαιο.(Αναλύονται στο βιβλίο μου λεπτομερειακά). Η εθνική ταυτότητα ήταν που μέτρησε περισσότερο. Ακούστε πώς μίλησε ο Λευκαδίτης Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στην Εθνοσυνέλευση της Αθήνας:
«Πρέπει να γνωρίζετε ότι εζητούσαμε ανέκαθεν την Ένωση όχι για να προσθέσουμε επτά (7) ξηροσκοπέλους στην ήδη μικροτάτη Ελλάδα, αλλά για ν’ αποδείξουμε στους δεδουλωμένους ομοφύλους το δρόμο της γενικής σωτηρίας... Δεν θελήσαμε να γίνει η Ένωση με ιδιαίτερη νομοθεσία για μας, αισθανθήκαμε ότι θα έχουμε και ζημίες και τις αποδεχτήκαμε. Η αφομοίωση θέλει γίνει πλήρης και τελεία, αλλ’ ουχί υπό το πρίσμα ή την επιρροή του φατριασμού και της εμπαθείας…».
Φυσικά κι άρχισαν αμέσως να δημιουργούνται οι φατρίες: Η αγροτιά είχε ξεσηκωθεί και ζητούσε να σπάσει τα δεσμά της, η φεουδαρχία επίσης έβλεπε να σαλεύουν τα θεμέλια της, οι ευγενείς έχαναν προνόμια και τσιφλίκια και συνασπίζονταν ή δημοκοπούσαν, πλάνευαν δηλαδή το λαό για το δικό τους συμφέρον, «…..όπως οι κόρακες επί πτώματος και κανένας δεν προσπάθησε να εύρη μέσον για ν’ ανακουφιστεί ο ταλαιπωρούμενος λαός»», γράφει ο ίδιος ο Ζερβός. Και ο αρχηγός Λομβάρδος εντάχθηκε στις φατρίες, εκλεγόταν μέχρι το θάνατό του (1888) υπουργός, τάχθηκε στον ακροδεξιό χώρο και ξέχασε ή παρέπεμψε στο μέλλον τον κοινωνικό στόχο του Ριζοσπαστικού Κινήματος…
Τιμώ το Λομβάρδο γιατί βοήθησε να ενωθεί με την Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι Ελληνισμού. Προσωπικά, δεν τον θεωρώ πολιτικό πρότυπο γιατί ως ελάχιστο φόρο τιμής προς τους αυθεντικούς ριζοσπάστες Κεφαλλονίτες και λοιπούς, οι οποίοι κατέθεσαν καριέρα κα οικονομικά στην υπηρεσία του δικαίου και της δημοκρατίας, όφειλε ερχόμενος στην Εθνοσυνέλευση της Αθήνας το 1864 να παραμείνει αρχηγός του Επτανησιακού Ριζοσπαστικού Κόμματος, συνεχίζοντας τους αγώνες της κοινωνικής αποκατάστασης και με Ελλαδίτες ίσως βουλευτές.
Αθήνα 19-5-2008
Σπαθάτου Αδαμαντία – Ανδρονίκη
Ιστορικός-Αρχαιολόγος-Εκπαιδευτικός
Κάντε "κλικ"...
- "Το πεδεμόντιον των Επτανήσων" από το "Άρδην"
- Οπτικοακουστικό Υλικό για τους Επτανήσιους Ριζοσπάστες από το ιστολόγιο του "Άρδην"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου